μουσοδόνημα

μουσοδόνημα
μουσο-δόνημα, ατος, τό, ([etym.] δονέω)
A poetic frenzy, Eup.245 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μουσοδόνημα — μουσοδόνημα, τὸ (Α) άσμα ατόμου που εμπνεύστηκε από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόνημα(< δονῶ)] …   Dictionary of Greek

  • μουσοδονήματα — μουσοδόνημα poetic frenzy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”